μαγείρεμα

μαγείρεμα
και μαγείρευμα, μαγέρεμα, το (AM μαγείρευμα, Μ και μαγείρεμα και μαγέρεμα) [μαγειρεύω]
το μαγειρεμένο φαγητό
νεοελλ.
1. η ενέργεια τού μαγειρεύω, η παρασκευή φαγητού
2. μτφ. δολοπλοκία, καταδολίευση, μηχανορραφία
νεοελλ.-μσν.
στον πληθ. τα μαγειρέματα
τα όσπρια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μαγείρεμα — το 1. το να μαγειρεύει κανείς: Μου αρέσει πολύ να ασχολούμαι με το μαγείρεμα. 2. μηχανορραφίες, δολοπλοκίες: Τα μαγειρέματα στην πολιτική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαγειρικός — ή, ό (AM μαγειρικός, ή, όν) [μάγειρος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μάγειρο, στο μαγείρεμα ή στο μαγειρείο (α. «μαγειρικά σκεύη» β. «μαγειρικό άλας» το αλάτι που χρησιμοποιείται για το άρτυμα τών φαγητών) 2. το θηλ. ως ουσ. η μαγειρική η …   Dictionary of Greek

  • έψεμα — ἕψεμα, τὸ (ΑΜ) [ἕψω] (μτγν. και μσν. τ. τού ἕψημα*) 1. έψημα, βρασμένο φαγητό 2. πολτός, χυλός μσν. στον πληθ. τὰ ἑψέματα λαχανικά κατάλληλα για μαγείρεμα …   Dictionary of Greek

  • έψηση — η (Α ἕψησις) [ἕψω] βράσιμο, μαγείρεμα νεοελλ. ψήσιμο αρχ. 1. (για μεταλλεύματα) η τήξη, η χώνευση …   Dictionary of Greek

  • ανέψανος — η, ο (Α ἀνέψανος, ον) νεοελλ. ο μη βραστερός, αυτός που βράζει δύσκολα (κυρίως για όσπρια) αρχ. ο ακατάλληλος για να χρησιμοποιηθεί στο μαγείρεμα (για υφάλμυρο νερό). [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + εψανός < έψω «ψήνω»] …   Dictionary of Greek

  • γκαζιέρα — η γκαζομηχανή, συσκευή που λειτουργεί με φωταέριο, υγραέριο, βενζίνη ή πετρέλαιο και χρησιμοποιείται για θέρμανση ή για μαγείρεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. gaziere] …   Dictionary of Greek

  • γκιουβετσάδα — η [γκιουβέτσι] 1. μαγείρεμα τού φαγητού γιουβέτσι* 2. γεύμα με κύριο φαγητό το γιουβέτσι …   Dictionary of Greek

  • γλινώνω — [γλίνα] 1. αλείφω με γλίνα κάτι 2. προσθέτω γλίνα στο μαγείρεμα 3. (για έδαφος) γίνομαι γλιστερός …   Dictionary of Greek

  • δηλητηρίαση — Παθολογική κατάσταση που προκαλείται από διαλυτές ουσίες, οι οποίες ονομάζονται δηλητήρια και δρουν χημικά στους οργανικούς ιστούς, αλλοιώνοντας τη δομή τους ή διαταράσσοντας τη λειτουργία τους. Η δ. διακρίνεται σε οξεία και σε χρόνια. Η οξεία… …   Dictionary of Greek

  • διατροφή — I Η παροχή τροφής και μέσων συντήρησης· ο επισιτισμός πληθυσμών· το σύνολο των βιοτικών αναγκών. Η δ. αναφέρεται γενικά στο σύνολο των ουσιών που προσλαμβάνει ο οργανισμός με τη μορφή τροφής. Οι ουσίες αυτές, πέρα από το ότι παρέχουν τις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”